λινοτύπης
From LSJ
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
Greek Monolingual
ο
τυπογράφος που εργάζεται σε λινοτυπική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτοτύπης, χαλκοτύπης.
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ο
τυπογράφος που εργάζεται σε λινοτυπική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτοτύπης, χαλκοτύπης.