λουστικά

From LSJ
Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

τα
το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβ. -λουσ-α, αόρ. του λούω) + κατάλ. -τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ-τικά)].