ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ο (Μ μακρογένης και μακρυγένης)αυτός που έχει μακριά γενειάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -γένης (< γένειον), πρβλ. κοκκινο-γένης, ψαρο-γένης)].