ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνο-κόπος)].