μεγαλοφάνταστος
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
-η, -ο
1. αυτός που έχει μεγάλη φαντασία
2. αυτός που απορρέει από μεγάλη φαντασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φανταστος (< φαντάζομαι), πρβλ. ευ-φάνταστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].