τό, A bawd's hire, Hippon.126; but also, brothel, PLond.5.1877.7 (vi A.D.).
μαυλιστήριον, τὸ (Α)1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός2. οίκος ανοχής, πορνείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμνασ-τήριο)].