ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
μαστοδοτῶ, -έω (Α)γαλουχώ, θηλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + -δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογο-δοτώ].