μαστοδοτώ

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

μαστοδοτῶ, -έω (Α)
γαλουχώ, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + -δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογοδοτώ].