τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Full diacritics: μεσήμερον | Medium diacritics: μεσήμερον | Low diacritics: μεσήμερον | Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΟΝ |
Transliteration A: mesḗmeron | Transliteration B: mesēmeron | Transliteration C: mesimeron | Beta Code: mesh/meron |
τό, Adv. acc., at midday Gloss.
μεσήμερον, τὸ (Α)
η μεσημβρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσήμερος (πρβλ. τριήμερος: τριήμερον)].