μεσόφωνος
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος
μουσ. το θηλ. ως ουσ. η μεσόφωνος
τραγουδίστρια της όπερας που η φωνή της κυμαίνεται ανάμεσα στον τόνο της υψιφώνου, σοπράνο, και της βαρυφώνου, κοντράλτας, αλλ. μετζοσοπράνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].