μεταμελητί

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητί: ἐν μεταμελείᾳ, Νικηφ. Γρηγορ. τ. Γ΄, 315, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

μεταμελητί (Μ)
επίρρ. με μεταμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμέλομαι + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αμελη-τί)].