μικρόσωμα

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το
1. βιολ. κυτταροπλασματικό σωματίδιο, διαστάσεων μεταξύ 5 και 300 εκατομμυριοστών του χιλιοστομέτρου
2. βιολ. γενική ονομασία κυτταρικών οργανιδίων σφαιρικού σχήματος και διαμέτρου 0,5
1,0 μικρομέτρων, που περιβάλλονται από στοιχειώδη μεμβράνη και απαντούν σε μεγάλους αριθμούς στα ηπατικά και νεφρικά κύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microsome. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη (βλ. μικροο-)].