Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
μισοπαθής, -ές (Α)αυτός που μισεί τα πάθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -παθής(< πάθος), πρβλ. φιλο-παθής].