μηχάνωμα

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχάνωμα Medium diacritics: μηχάνωμα Low diacritics: μηχάνωμα Capitals: ΜΗΧΑΝΩΜΑ
Transliteration A: mēchánōma Transliteration B: mēchanōma Transliteration C: michanoma Beta Code: mhxa/nwma

English (LSJ)

ατος, τό, A = μηχάνημα, Thphr.Ign.59, Sm.Le.8.7:—Dor. μᾱχάνωμα, crane, SIG241 A12 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 181] τό, = μηχάνημα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνωμα: τό, = μηχάνημα, Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

μηχάνωμα και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)
1. μηχάνημα
2. γερανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφάλ-ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηχανόω].