μοιρολογίστρα

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια)
γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια
νεοελλ.
μτφ. απαισιόδοξος, μεμψίμοιρος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολογῶ + -ίστρα (-ίστρια (πρβλ. κουν-ίστρα, τραγουδίστρια)].