μοιρονόμιο

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

το
όργανο που εφαρμόζεται πάνω στα γωνιομετρικά όργανα και μετρά με ακρίβεια ενός δεκάτου της μοίρας τόξα κύκλου, αλλ. κυκλικός βερνιέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «μονάδα μέτρησης», + -νόμιο (< -νόμος < νέμω), πρβλ. προνόμιο].