μοιρονόμιο

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

το
όργανο που εφαρμόζεται πάνω στα γωνιομετρικά όργανα και μετρά με ακρίβεια ενός δεκάτου της μοίρας τόξα κύκλου, αλλ. κυκλικός βερνιέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «μονάδα μέτρησης», + -νόμιο (< -νόμος < νέμω), πρβλ. προνόμιο].