χρησμωδός
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμν-ῳδός].
Greek Monotonic
χρησμωδός: -όν (ᾠδή)·
I. αυτός που ψάλλει χρησμούς ή τους μεταφέρει σε στίχους, γενικά, προφήτης, προφητικός, χρησμῳδὸς παρθένος, λέγεται για τη Σφίγγα, σε Σοφ.
II. ως ουσ., χρησμολόγος, έμπορος χρησμών, σε Πλάτ.