Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονοετής

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους («μονοετές νήπιο»)
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους ή ζει μόνο ένα έτος (α. «μονοετής φοίτηση» β. «μονοετές φυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ετης (< ἔτος), πρβλ. δι-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].