χρυσώνης
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
ου, ὁ, A financial officer in Egypt, PBremen 83 iii4(iv A. D.), PLips.62i2, al. (iv A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
χρυσώνης: (;) ἐλέγετο ὃς ἐπὶ χρυσῷ ἐβρενθύετο, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Bom. τ. ΙΙΙ σ. 211.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τίτλος αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο
μσν.
ως επίθ. αυτός που καμαρώνει για το χρυσάφι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].