Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
το, Ν
1. η φυματίωση
2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].