γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
η, Νοσμή ψαριού, ιδίως ωμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τυρ-ίλα)].