ψηφοθήρας
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
ο, Ν
άτομο που θηρεύει ψήφους, που επιδιώκει, συνήθως με μη έντιμα μέσα, να προσεταιριστεί ψηφοφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γουλ. Ιωαννίδη].