ψυχοβόρος

From LSJ
Revision as of 15:42, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 1404] = ψυχοφθόρος, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοβόρος: -ον, = ψυχοφθόρος, Συνέσ. 320 C.

Greek Monolingual

-α, -ο / ψυχοβόρος, -ον, ΝΜΑ
ψυχοφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].