ψυχοβόρος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 1404] = ψυχοφθόρος, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοβόρος: -ον, = ψυχοφθόρος, Συνέσ. 320 C.
Greek Monolingual
-α, -ο / ψυχοβόρος, -ον, ΝΜΑ
ψυχοφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].