ψυχοβόρος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
German (Pape)
[Seite 1404] = ψυχοφθόρος, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοβόρος: -ον, = ψυχοφθόρος, Συνέσ. 320 C.
Greek Monolingual
-α, -ο / ψυχοβόρος, -ον, ΝΜΑ
ψυχοφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκοβόρος].