ψυχοθεραπεία

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το σύνολο τών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τών ψυχικών νόσων
2. ιατρ. θεραπεία που ασκείται με ψυχολογικές μεθόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychotherapie < psycho- (< ψυχή + θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].