ωοκύτταρο

From LSJ
Revision as of 15:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

το, Ν
1. ζωολ. α) κύτταρο που αποτελεί το στάδιο διαφοροποίησης του θηλυκού γαμέτη κατά την ωογένεση
β) ο θηλυκός γαμέτης τών εντόμων πριν από την ωρίμασή του
2. βοτ. ο θηλυκός γαμέτης τών ανώτερων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + κύτταρο. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. ovocyte / oocyte].