ωοκύτταρο
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
το, Ν
1. ζωολ. α) κύτταρο που αποτελεί το στάδιο διαφοροποίησης του θηλυκού γαμέτη κατά την ωογένεση
β) ο θηλυκός γαμέτης τών εντόμων πριν από την ωρίμασή του
2. βοτ. ο θηλυκός γαμέτης τών ανώτερων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + κύτταρο. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. ovocyte / oocyte].