Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωριαίος

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → copulation, sexual intercourse, intercourse for the purpose of bearing children

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)
2. φρ. α) «ωριαία γωνία»
αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται ανάμεσα στον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή, δηλαδή τον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από το κεφάλι του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, δηλαδή οποιονδήποτε άλλον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, πάνω στον οποίο βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα
β) «ωριαίος κύκλος»
αστρον. κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο οποίος είναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό.
επίρρ...
ωριαίως και ωριαία Ν
ανά μία ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].