ἱερακοτρόφος

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱκοτρόφος Medium diacritics: ἱερακοτρόφος Low diacritics: ιερακοτρόφος Capitals: ΙΕΡΑΚΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hierakotróphos Transliteration B: hierakotrophos Transliteration C: ierakotrofos Beta Code: i(erakotro/fos

English (LSJ)

ον,= ἱερακοβοσκός, Cat.Cod.Astr.7.118,al. II pupil of Hierax, Eun.Hist. p.268 D.

German (Pape)

[Seite 1240] Habichte haltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱκοτρόφος: -ον, = ἱερακοβοσκός, Εὐνάπ. 95. 18.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει γεράκια
(νεοελλ.-μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος
ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια
αρχ.
ως ουσ. ο μαθητής του Ιέρακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο-τρόφος, κυνο-τρόφος)].