ευθυγενής
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
εὐθυγενής, -ές (ΑΜ)
1. ο πρωτότοκος
2. ο νεογέννητος
3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γενής < γένος (πρβλ. αγενής, ευγεννής)].