ημίανδρος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
ἡμίανδρος, ό (AM)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].