θαμώνας

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόποθαμώνας καφενείου»)
2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να αντικαταστήσει το τουρκ. μουστερής αλλά και το ελλ. πελάτης, το οποίο δεν είχε ακόμη επιβληθεί. Η λ. θαμώνης < θαμά + -ώνης (< ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρώνης, τελώνης. Αργότερα (1880), από τον Ιω. Καμπούρογλου μαρτυρείται και ως τριτόκλιτο θαμών, -ώνος].