μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
και θρούψαλο, το
το θρύψαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψω < θρύπτω + κατάλ. -αλο (πρβλ. θρύψαλο, χούφταλο)].