ιατρίσκος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
ἰατρίσκος, ὁ (Μ)
(περιφρονητικά) γιατρουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + υποκορ. κατάλ. -ισκος (πρβλ. απατεωνίσκος, υπαλληλίσκος)].