ιατρίσκος

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

ἰατρίσκος, ὁ (Μ)
(περιφρονητικά) γιατρουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + υποκορ. κατάλ. -ισκος (πρβλ. απατεωνίσκος, υπαλληλίσκος)].