ισόθυμος
Greek Monolingual
ἰσόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρόθυμος, μικρόθυμος].
ἰσόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρόθυμος, μικρόθυμος].