κακοδιάθετος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που κατέχεται από κακοδιαθεσία, που έχει κακή διάθεση, ο αδιάθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -διάθετος (< διαθέτω), πρβλ. δυσκολοδιάθετος, καλοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].