κένταρχος
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
Greek Monolingual
κένταρχος, ὁ (Μ)
(Μ)
(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες, εκατόνταρχος, κεντυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < λατ. centum «εκατό» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δέκαρχος, εκατόνταρχος].