καροτσάκι

From LSJ
Revision as of 18:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

το
1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων
2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ-ι (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδάκι, σκυλάκι)].