ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
καιρονομῶ, -έω (Α)
οδηγώ κατάλληλα κάτι («εἰς τέχνην ὄρνιν ἐκαιρονόμεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -νομῶ (< -νόμος < νέμω), πρβλ. οικονομώ, κληρονομώ].