καρποφυώ
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
καρποφυῶ, -έω (Α)
παράγω καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φυῶ (< -φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθοφυώ, δενδροφυώ].