κοντοπόδαρος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κοντοπόδαρος)
αυτός που έχει κοντά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -πόδαρος (< ποδ-άρι), πρβλ. λαγοπόδαρος, φτεροπόδαρος].