κοπρόχωμα
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
Greek Monolingual
το
1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα)].