κοινωνιόλεκτο

Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, και κοινωνιόλεκτος, η
όρος που δηλώνει το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική ομάδα, ο κοινός γλωσσικός μέσος όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική διάλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociolecte < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-) + -lecte (πρβλ. -λεκτος < λέγω), πρβλ. διάλεκτος, ιδιόλεκτος].