κατατηξίτεχνος

From LSJ
Revision as of 18:43, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατηξίτεχνος Medium diacritics: κατατηξίτεχνος Low diacritics: κατατηξίτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΗΞΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katatēxítechnos Transliteration B: katatēxitechnos Transliteration C: katatiksitechnos Beta Code: katathci/texnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A enfeebling his art, epithet of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνος), prob. in Plin.HN34.92 (calatechnos, catotechnos, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.

Greek Monolingual

κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσίτεχνος, καλλίτεχνος].