κακιζότεχνος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
κακιζότεχνον, finding fault with one's craftsmanship, meticulous, of the sculptor Callimachus, v.l. in Paus. 1.26.7; cf. κατατηξίτεχνος.
German (Pape)
[Seite 1298] ein Kunstwerk tadelnd; so hieß nach Paus. 1, 26, 7 der allzu sorgfältige Künstler Kallimachus, der immer noch Etwas an seinem Kunstwerke auszusetzen fand, v.l. mss. κατατηξίτεχνος u. κατατηξότεχνος, d. h. die Kunst schmelzend, kraftlos machend.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκιζότεχνος: -ον, ὁ κακίζων τὰ ἔργα τῆς τέχνης, εὑρίσκων ἐλλείψεις, μηδέποτε εὑρίσκων αὐτὰ τέλεια, ἐπίθ. τοῦ Καλλιμάχου, ὃς ἦν γνωστὸς διὰ τὴν γνωστὴν ἐξεργασίαν τῶν ἔργων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 26, 7, Πλίν. 34. 19, § 35. Ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Παυσ. ἔχουσι κατατηξίτεχνος, ὅπερ φαίνεται γνήσιον, = ὁ κατατήκων ἢ παραλύων τὴν τέχνην, πρβλ. Διον. Ἁλ. τόμ. 6, σ. 1114 Reiske, Sillig. Catal. Artif. σ. 128.
Greek Monolingual
κακιζότεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τους βρίσκει μόνο ελλείψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσίτεχνος].