κοινόχρηστος

Revision as of 18:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι κοινής χρήσης
2. φρ. «κοινόχρηστος χώρος» — ο χώρος που βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και χρησιμεύει για εξυπηρέτηση του συνόλου τών κατοίκων της, όπως είναι λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα δημόσια λουτρά κ.ά.
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοινόχρηστα
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κατά μήνα και κατ' αναλογία από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -χρηστος (< χρῶμαι), πρβλ. εύχρηστος, νεόχρηστος].