Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Full diacritics: κῠνηγίς | Medium diacritics: κυνηγίς | Low diacritics: κυνηγίς | Capitals: ΚΥΝΗΓΙΣ |
Transliteration A: kynēgís | Transliteration B: kynēgis | Transliteration C: kynigis | Beta Code: kunhgi/s |
κῠνηγ-ός, A v. κυναγός.
κῠνηγίς: κῠνηγός, ἴδε ἐν λ. κυναγός.
κυνηγίς, -ίδος, ἡ (Α)
μτγν. θηλ. του κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνηγός + κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρίς, θωρακίς)].