λεοντόθυμος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
German (Pape)
[Seite 28] löwenmuthig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόθῡμος: -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ λεοντόθυμος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος του λιονταριού, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + θυμός (πρβλ. ανθρωπόθυμος, βορβορόθυμος)].